|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο defense παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: Jewish | Defense | League
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
defense (US), defence (UK) n | (protection against attack) | άμυνα ουσ θηλ |
| The government's spending on defense rose again this year. |
| Οι κυβερνητικές δαπάνες για την άμυνα πάλι αυξήθηκαν φέτος. |
defense, (US), defence (UK) n | often plural (military: fortifications) | οχύρωση ουσ θηλ |
| | οχυρωματικά έργα επίθ + ουσ ουδ πλ |
| We need to strengthen our border defenses. |
| Πρέπει να ενισχύσουμε την οχύρωση των συνόρων μας. |
defense (US), defence (UK) n | (justification) | δικαιολογία ουσ θηλ |
| | υπεράσπιση ουσ θηλ |
| John's defense for his behavior was that he had been drunk at the time. |
| Η δικαιολογία του Τζον για τη συμπεριφορά του ήταν πως εκείνη τη χρονική στιγμή ήταν μεθυσμένος. |
defense (US), defence (UK) n | (sport: part of team) | άμυνα ουσ θηλ |
| Ellen is part of the team's defense. |
defense (US), defence (UK) n | (defendant's lawyers) (μεταφορικά: οι δικηγόροι) | υπεράσπιση ουσ θηλ |
Σχόλιο: Usually preceded by the article, or by a name or a noun referring to a person. | | The man's defense advised him to plead guilty. | | The defense contested the forensic evidence. |
| Η υπεράσπισή του τον συμβούλεψε να δηλώσει ένοχος. // Η υπεράσπιση αμφισβήτησε τα αποδεικτικά στοιχεία της ανακριτικής. |
defense (US), defence (UK) n | (law: strategy) | υπεράσπιση ουσ θηλ |
| | υπερασπιστική γραμμή επίθ + ουσ θηλ |
| We'll base our defense on the testimony of these two witnesses. |
| Η υπερασπιστική γραμμή μας θα βασιστεί στην κατάθεση των δύο αυτών μαρτύρων. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|